- λογοδαίδαλος
- λογοδαίδαλος, -ον (Α)ο ικανός, ο έμπειρος στη διακόσμηση τού λόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο-* + δαίδαλος (πρβλ. λιθο-δαίδαλος, χαλκο-δαίδαλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογοδαίδαλος — skilled in tricking out a speech masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοδαίδαλον — λογοδαίδαλος skilled in tricking out a speech masc/fem acc sg λογοδαίδαλος skilled in tricking out a speech neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοδαιδάλους — λογοδαίδαλος skilled in tricking out a speech masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
THEODORUS Byzantius — sophista, qui a Platone Λογοδαίδαλος vocatus est. Scripsit contra Thrasybulum et Andocidem et alia quaedam, Suidas. Ceterum de variis Theodoris praeter Laertium, vide Vossium et Ionsium. Nic. Lloydius … Hofmann J. Lexicon universale
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek
λογοδαιδαλία — λογοδαιδαλία, ἡ (Α) [λογοδαίδαλος] η επιτηδειότητα, η ικανότητα στη διακόσμηση τού λόγου … Dictionary of Greek